δυνατως

δυνατως
    δυνατῶς
    δῠνᾰτῶς
    1) с силой, ярко, красноречиво
    

(εἰπεῖν καὴ μνημονικῶς καὴ δ. Aeschin.; ὅ λόγος δ. ῥηθείς Plut.)

    2) возможно
    

οὐ δ. ἔχει Her. — невозможно, нельзя


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "δυνατως" в других словарях:

  • δυνατῶς — δυνατός strong adverbial δυνατός strong adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μνημονικός — ή, ό (Α μνημονικός, ή, όν) [μνήμων] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μνήμη ή στην ανάμνηση 2. το ουδ. ως ουσ. το μνημονικό(ν) η μνήμη, το θυμητικό («έχει δυνατό μνημονικό») νεοελλ. 1. αυτός που συντελεί στην απομνημόνευση ή την υπενθύμιση… …   Dictionary of Greek

  • ἀδυνάτως — ἀδύνατος unable adverbial ἀδύνατος unable masc/fem acc pl (doric) ἀ̱δυνάτως , ἀδυνατόω debilitate imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀδυνατόω debilitate imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»